Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
daunted
01
εκφοβισμένος, αποθαρρυμένος
feeling intimidated, discouraged, or overwhelmed by a task or situation
Λεξικό Δέντρο
undaunted
daunted
daunt
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εκφοβισμένος, αποθαρρυμένος
Λεξικό Δέντρο