Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dark-haired
01
μαυρομάλλης, σκοτεινός μαλλιά
having dark-colored hair
Παραδείγματα
The dark-haired woman stood by the window.
Η μαυρομάλλα γυναίκα στεκόταν δίπλα στο παράθυρο.
He was the only dark-haired child in his family.
Ήταν το μόνο μαυρομάλλο παιδί στην οικογένειά του.
02
μαυρομάλλης, με σκούρα μαλλιά
make less active or intense
03
μαυρίτριχος, καλυμμένος με σκούρα τρίχα
covered with dark hair



























