Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cystic
01
κυστικός, σχετικός με κύστεις
characterized by or related to cysts, which are sac-like structures filled with fluid, air, or other substances
Παραδείγματα
She underwent imaging tests to evaluate the cystic mass found in her abdomen.
Υπέστη εξετάσεις απεικόνισης για να αξιολογηθεί η κυστική μάζα που βρέθηκε στην κοιλιά της.
Cystic acne is a severe form of acne characterized by deep, painful cysts beneath the skin.
Η κυστική ακμή είναι μια σοβαρή μορφή ακμής που χαρακτηρίζεται από βαθιά, επώδυνα κύστες κάτω από το δέρμα.
02
κυστικός, κυστικός
of or relating to a normal cyst (as the gallbladder or urinary bladder)
Λεξικό Δέντρο
cystic
cyst



























