Cuspidated
volume
British pronunciation/kˈʌspɪdˌeɪtɪd/
American pronunciation/kˈʌspᵻdˌeɪɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "cuspidated"

cuspidated
01

having cusps or points

word family

cuspidated

cuspidated

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store