LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cuspidal
/kˈʌspɪdəl/
/kˈʌspɪdəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cuspidal"
cuspidal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having cusps or points
word family
cusp
cusp
Noun
cuspid
Noun
cuspidal
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cuspid
cusped
cuspated
cuspate
cusp
cuspidate
cuspidated
cuspidation
cuspidor
cuss
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App