Curst
volume
British pronunciation/kˈɜːst/
American pronunciation/kˈɜːst/

Ορισμός και Σημασία του "curst"

01

deserving a curse; sometimes used as an intensifier

word family

curst

curst

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store