LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Curly-leaved
/kˈɜːlilˈiːvd/
/kˈɜːlilˈiːvd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "curly-leaved"
curly-leaved
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having curly leaves
word family
curly-leaved
curly-leaved
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
curly-leafed
curly-heads
curly-haired
curly-grained
curly-coated retriever
curlycup gumweed
curmudgeon
curmudgeonly
currajong
currant
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App