LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cryptologic
/kɹˌɪptəlˈɒdʒɪk/
/kɹˌɪptəlˈɑːdʒɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cryptologic"
cryptologic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to cryptanalysis
word family
crypto
crypto
Noun
cryptology
Noun
cryptologic
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cryptography
cryptographically
cryptographical
cryptographic
cryptographer
cryptological
cryptologist
cryptology
cryptomeria
cryptomonad
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App