LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crock pot
/kɹˈɒk pˈɒt/
/kɹˈɑːk pˈɑːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "crock pot"
Crock pot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an electric cooker that maintains a relatively low temperature
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
crock of gold
crock
crocheting
crochet stitch
crochet needle
crock up
crocked
crockery
crocket
crocketed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App