Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crevice
01
ρωγμή, σχισμή
a narrow crack or fissure in a surface, often found in rocks, walls, or other solid structures
Παραδείγματα
Hikers should use caution when traversing rocky terrain to avoid slipping into deep crevices.
Οι πεζοπόροι πρέπει να χρησιμοποιούν προσοχή όταν διασχίζουν βραχώδη εδάφη για να αποφύγουν να γλιστρήσουν σε βαθιές ρωγμές.
The spider retreated into the crevice in the wall, seeking refuge from predators.
Η αράχνη υποχώρησε στην ρωγμή του τοίχου, αναζητώντας καταφύγιο από τους θηρευτές.



























