LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Creakingly
/kɹˈiːkɪŋlɪ/
/kɹˈiːkɪŋli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "creakingly"
creakingly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a creaky manner
word family
creak
creak
Verb
creaking
Adjective
creakingly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
creaking
creakily
creak
crazyweed
crazyhouse chess
creaky
cream
cream cheese
cream cracker
cream of tartar
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App