Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cranial
01
κρανιακός, κρανίου
relating to the skull or the part of the body enclosing the brain
Παραδείγματα
Cranial nerves control sensory and motor functions of the head and neck.
Τα κρανιακά νεύρα ελέγχουν τις αισθητηριακές και κινητικές λειτουργίες του κεφαλιού και του λαιμού.
The cranial bones protect the brain from injury.
Τα κρανιακά οστά προστατεύουν τον εγκέφαλο από τραυματισμούς.



























