LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cramped
/kɹˈæmpt/
/ˈkɹæmpt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cramped"
cramped
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
πυκνός
(of a room, house, etc.) lacking enough space
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App