Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cramped
01
στενός, πνιγηρός
(of a room, house, etc.) lacking enough space
Παραδείγματα
The room was so cramped that we could barely move around.
Το δωμάτιο ήταν τόσο στενό που μετά βίας μπορούσαμε να κινηθούμε.
He had to sit in a cramped seat for the entire flight.
Έπρεπε να καθίσει σε ένα στενό κάθισμα για όλη τη διάρκεια της πτήσης.
Λεξικό Δέντρο
cramped
cramp



























