LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Courtliness
/kˈɔːtlinəs/
/kˈoːɹtlinəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "courtliness"
Courtliness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
elegance suggestive of a royal court
word family
court
court
Noun
courtly
Adjective
courtliness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
courting
courtier
courthouse
courtesy of
courtesy is contagious
courtly
courtly love
courtroom
courtship
courtside
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App