Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Countryman
01
αγροίκος, αγρότης
a man who lives in the country and has country ways
02
συμπατριώτης, συμπολίτης
a man from your own country
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αγροίκος, αγρότης
συμπατριώτης, συμπολίτης