Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Countryfolk
01
αγρότες, χωρικοί
people who live in the countryside, especially those with a simple, traditional lifestyle
Παραδείγματα
The countryfolk were known for their hospitality and warmth.
Οι χωρικοί ήταν γνωστοί για τη φιλοξενία και τη ζεστασιά τους.
The festival celebrated the traditions of the local countryfolk.
Το φεστιβάλ γιόρτασε τις παραδόσεις των τοπικών αγροτών.
02
συμπατριώτες, συμπολίτες
people living in the same country; compatriots



























