Countrified
volume
British pronunciation/kˈʌntɹɪfˌa‍ɪd/
American pronunciation/kˈʌntɹɪfˌaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "countrified"

countrified
01

characteristic of rural life

word family

countrified

countrified

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store