LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Countrified
/kˈʌntɹɪfˌaɪd/
/kˈʌntɹɪfˌaɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "countrified"
countrified
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
characteristic of rural life
word family
countrified
countrified
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
countlessness
countless
countinghouse
counting-out game
counting rod
country
country and western
country blues
country borage
country club
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App