Counteraction
volume
British pronunciation/kˌaʊntəɹˈakʃən/
American pronunciation/kˌaʊntɚɹˈækʃən/

Ορισμός και Σημασία του "counteraction"

01

action intended to nullify the effects of some previous action

word family

counter
act
counteract

counteract

Verb

counteraction

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store