Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cough up
[phrase form: cough]
01
βγάζω απρόθυμα, πληρώνω με απροθυμία
to reluctantly provide or surrender something, often money or information
Παραδείγματα
The debtor finally had to cough up the overdue payment after repeated reminders.
Ο οφειλέτης τελικά έπρεπε να βγάλει την εκπρόθεσμη πληρωμή μετά από επαναλαμβανόμενες υπενθυμίσεις.
The witness was hesitant but eventually coughed up the crucial information during the interrogation.
Ο μάρτυρας ήταν διστακτικός αλλά τελικά μουντζούρωσε τις κρίσιμες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.
02
καθαρίζω το λαιμό μου, βήχω διακριτικά για να τραβήξω την προσοχή
to clear one's throat through a brief and discreet cough, often to prepare for speech or to draw other's attention
Παραδείγματα
The singer took a quick break backstage to cough up and ensure their voice remained clear for the next performance.
Ο τραγουδιστής πήρε ένα γρήγορο διάλειμμα στα παρασκήνια για να ξαποστεί και να διασφαλίσει ότι η φωνή του παρέμεινε καθαρή για την επόμενη παράσταση.
Feeling a tickle in her throat, she discreetly coughed up before starting her presentation to avoid any interruptions.
Αισθανόμενη ένα γαργαλητό στο λαιμό της, βήχαξε διακριτικά πριν ξεκινήσει την παρουσίασή της για να αποφύγει οποιεσδήποτε διακοπές.



























