Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cosmetics
01
καλλυντικά, προϊόντα ομορφιάς
any type of substance that one puts on one's skin, particularly the face, to make it look more attractive
Παραδείγματα
She has a wide collection of cosmetics for different makeup looks.
Έχει μια μεγάλη συλλογή καλλυντικών για διαφορετικά μακιγιάζ.
He learned how to apply cosmetics through online tutorials.
Έμαθε πώς να εφαρμόζει καλλυντικά μέσω διαδικτυακών εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Λεξικό Δέντρο
cosmetology
cosmetics
cosmet



























