Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
correspondingly
01
αντίστοιχα, κατά συνέπεια
used to indicate a relation between two things
Παραδείγματα
The increase in advertising expenditure was correspondingly reflected in a rise in product sales.
Η αύξηση των δαπανών για διαφήμιση αντανακλάστηκε αντίστοιχα σε μια αύξηση των πωλήσεων του προϊόντος.
With advancements in technology, the complexity of cybersecurity threats has correspondingly increased.
Με τις προόδους στην τεχνολογία, η πολυπλοκότητα των απειλών κυβερνοασφάλειας έχει αυξηθεί αντίστοιχα.
Λεξικό Δέντρο
correspondingly
corresponding
correspond



























