Correctional
volume
British pronunciation/kəɹˈɛkʃənə‍l/
American pronunciation/kɝˈɛkʃənəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "correctional"

correctional
01

concerned with or providing correction

word family

correct

correct

Verb

correction

Noun

correctional

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store