LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Corporatist
/kˈɔːpɔːɹˌatɪst/
/ˈkɔɹpɝətɪst/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "corporatist"
Corporatist
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a supporter of corporatism
corporatist
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to corporatism
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
corporatism
corporations have neither bodies to be punished nor souls to be damned
corporation
corporate welfare
corporate trust
corporeal
corporeality
corps
corps de ballet
corps diplomatique
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App