Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cornfield
01
καλαμπόκι, χωράφι καλαμποκιού
a farming land in which corn is planted
Παραδείγματα
The cornfield stretched for acres under the summer sun.
Το καλαμπόκι εκτείνονταν για στρέμματα κάτω από το καλοκαιρινό ήλιο.
The farmer plowed the cornfield in preparation for planting.
Ο αγρότης άροσε το καλαμπόκι σε προετοιμασία για φύτευση.
Λεξικό Δέντρο
cornfield
corn
field



























