tion
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/eə pəˈluːʃən/

Ορισμός και σημασία του "air pollution"στα αγγλικά

01

ρύπανση αέρα, ατμοσφαιρική ρύπανση

toxic and harmful substances in the air that can cause illnesses
Wiki
air pollution definition and meaning
example
Παραδείγματα
The heavy air pollution made it difficult to breathe and caused itchy eyes for many residents.
Η έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση έκανε δύσκολη την αναπνοή και προκάλεσε φαγούρα στα μάτια για πολλούς κατοίκους.
Traffic congestion was a major contributor to the rising air pollution levels in the city.
Η κυκλοφοριακή συμφόρηση ήταν ένας σημαντικός συντελεστής στην αύξηση των επιπέδων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην πόλη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store