Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
corked
01
φελλωτός, μολυσμένος από ελαττωματικό φελλό
(of wine) contaminated by a faulty cork, resulting in an unpleasant odor or taste in the wine
Λεξικό Δέντρο
corked
cork
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φελλωτός, μολυσμένος από ελαττωματικό φελλό
Λεξικό Δέντρο