Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corduroy
01
κορντουρόι, βελούδο ραβδωτό
a strong but soft cotton fabric patterned with raised straight lines
02
ένας δρόμος από κούτσουρα, ένα μονοπάτι από ξύλα
a rural road or track made from logs laid side by side
Παραδείγματα
The old corduroy road was bumpy and uneven.
Ο παλιός δρόμος corduroy ήταν ανώμαλος και άνισος.
She carefully drove her bike over the corduroy path.
Οδήγησε προσεκτικά το ποδήλατό της πάνω από το δρόμο από κούτσουρα.
to corduroy
01
κατασκευάζω (ένα δρόμο) από κούτσουρα τοποθετημένα δίπλα-δίπλα, φτιάχνω (μονοπάτι) με κορμούς δέντρων παραλληλισμένους
build (a road) from logs laid side by side



























