Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cordon off
[phrase form: cordon]
01
αποκλείω, περικυκλώνω
to restrict access to a particular area by using a barrier
Παραδείγματα
After the accident, the police quickly arrived to cordon off the accident site for investigation.
Μετά το ατύχημα, η αστυνομία έφτασε γρήγορα για να περιφράξει τον τόπο του ατυχήματος για έρευνα.
During the VIP event, security personnel worked to cordon off the restricted areas from the general public.
Κατά τη διάρκεια της VIP εκδήλωσης, το προσωπικό ασφαλείας εργάστηκε για να αποκλείσει τις περιορισμένες περιοχές από το ευρύ κοινό.



























