Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Air force
01
αεροπορία, δύναμη αέρος
the branch of the armed forces that operates in the air using fighter aircraft
Παραδείγματα
The air force conducted a series of training exercises with their new fighter jets.
Η αεροπορία πραγματοποίησε μια σειρά ασκήσεων εκπαίδευσης με τα νέα μαχητικά αεροσκάφη της.
She decided to join the air force to become a pilot and serve her country.
Αποφάσισε να ενταχθεί στην αεροπορία για να γίνει πιλότος και να υπηρετήσει τη χώρα της.



























