copilot
co
ˈkoʊ
κου
pi
paɪ
παι
lot
lət
λατ
British pronunciation
/kˈəʊpaɪlət/

Ορισμός και σημασία του "copilot"στα αγγλικά

01

συγκυβερνήτης, δεύτερος πιλότος

a pilot who assists the main pilot in operating an aircraft
example
Παραδείγματα
The copilot handled the radio communications while the captain focused on flying the plane.
Ο συγκυβερνήτης χειρίστηκε τις ραδιοφωνικές επικοινωνίες ενώ ο πλοίαρχος επικεντρώθηκε στο πιλοτάρισμα του αεροπλάνου.
During the long-haul flight, the copilot took over the controls to give the captain a break.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης πτήσης, ο συγκυβερνήτης ανέλαβε τον έλεγχο για να δώσει ένα διάλειμμα στον πλοίαρχο.

Λεξικό Δέντρο

copilot
pilot
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store