
Αναζήτηση
Copilot
01
συμπιλότος, συγκυβερνήτης
a pilot who assists the main pilot in operating an aircraft
Example
The copilot handled the radio communications while the captain focused on flying the plane.
Ο συγκυβερνήτης χειρίστηκε τις ραδιοεπικοινωνίες ενώ ο καπετάνιος επικεντρώθηκε στην πτήση του αεροπλάνου.
During the long-haul flight, the copilot took over the controls to give the captain a break.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης μεγάλης απόστασης, ο συγκυβερνήτης ανέλαβε τον έλεγχο για να δώσει στον καπετάνιο ένα διάλειμμα.