LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Copilot
/kˈəʊpaɪlət/
/ˈkoʊpaɪɫət/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "copilot"
Copilot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
δεύτερος πιλότος
a pilot who assists the main pilot in operating an aircraft
co-pilot
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App