LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cooperator
/kəʊˈɒpəɹˌeɪtə/
/koʊˈɑːpɚɹˌeɪɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cooperator"
Cooperator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an associate in an activity or endeavor or sphere of common interest
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cooperativeness
cooperatively
cooperative learning
cooperative game
cooperative
cooperstown
coordinate
coordinate adjective
coordinate axis
coordinate bond
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App