Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cooperate
01
συνεργάζομαι, συνδράμομαι
to work with other people in order to achieve a common goal
Intransitive
Παραδείγματα
The team members cooperated to complete the project ahead of schedule.
Τα μέλη της ομάδας συνεργάστηκαν για να ολοκληρώσουν το έργο νωρίτερα.
Nations must cooperate to address global challenges such as climate change.
Τα έθνη πρέπει να συνεργάζονται για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή.
Λεξικό Δέντρο
cooperate
operate
oper



























