LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cookhouse
/kˈʊkhaʊs/
/kˈʊkhaʊs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "cookhouse"
Cookhouse
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the area for food preparation on a ship
02
a detached or outdoor shelter for cooking
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cookfire
cookery book
cookery
cooker
cooked
cookie
cookie cutter
cookie jar
cookie jar reserve
cookie salad
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App