Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cooked
01
μαγειρεμένο, έτοιμο για κατανάλωση
(of food) heated and ready for consumption
Παραδείγματα
The cooked pasta was al dente, tender yet firm to the bite.
Τα μαγειρεμένα ζυμαρικά ήταν al dente, τρυφερά αλλά στιβαρά στο δάγκωμα.
She enjoyed the cooked vegetables, perfectly steamed and seasoned with herbs.
Απόλαυσε τα μαγειρεμένα λαχανικά, τα οποία ήταν τέλεια μαγειρεμένα στον ατμό και καρυκευμένα με βότανα.
02
ξεμειναμε, κουρασμενος
completely exhausted, overwhelmed, or mentally drained
Παραδείγματα
After that 12-hour shift, I 'm absolutely cooked.
Μετά από αυτή τη βάρδια 12 ωρών, είμαι εντελώς ξεμείνωμενος.
He looked cooked after running back-to-back meetings all day.
Λεξικό Δέντρο
overcooked
precooked
uncooked
cooked
cook



























