Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Conveyor
01
μεταφορέας, ιμάντας μεταφοράς
a moving belt that transports objects (as in a factory)
02
μεταφορέας, διαβιβαστής
a person who conveys (carries or transmits)
Λεξικό Δέντρο
conveyor
convey
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεταφορέας, ιμάντας μεταφοράς
μεταφορέας, διαβιβαστής
Λεξικό Δέντρο