Ain
volume
British pronunciation/ˈe‍ɪn/
American pronunciation/ˈeɪn/

Ορισμός και Σημασία του "ain"

01

belonging to or on behalf of a specified person (especially yourself); preceded by a possessive

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store