Constrictive
volume
British pronunciation/kənstɹˈɪktɪv/
American pronunciation/kənstɹˈɪktɪv/

Ορισμός και Σημασία του "constrictive"

constrictive
01

(of circumstances) tending to constrict freedom

02

restricting the scope or freedom of action

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store