Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Conspirator
01
συνωμότης, συμμέτοχος συνωμοσίας
a person involved in a conspiracy
Παραδείγματα
The police arrested several conspirators involved in the plot to assassinate the president.
Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς συνωμότες που εμπλέκονταν στη συνωμοσία για τη δολοφονία του προέδρου.
She was identified as a key conspirator in the embezzlement scheme at the company.
Είχε αναγνωριστεί ως κύρια συνωμότης στο σχέδιο υπεξαίρεσης της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
coconspirator
conspiratorial
conspirator
conspire



























