LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Consigner
/kənsˈaɪnə/
/kənsˈaɪnɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "consigner"
Consigner
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the person who delivers over or commits merchandise
word family
consign
consign
Verb
consigner
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
consignee
consign
considering
considered opinion
considered
consignment
consignor
consist
consist in
consist of
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App