LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Conniption
/kənˈɪpʃən/
/kəˈnɪpʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "conniption"
Conniption
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a display of bad temper
word family
conniption
conniption
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
conning tower
connemara heath
connector
connectome
connectivity
connivance
connive
connive at
conniving
connochaetes
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App