Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Connectivity
01
συνδεσιμότητα, διασύνδεση
the state or extent of being connected or able to communicate with other devices, networks, or systems, facilitating data transmission and exchange
Παραδείγματα
The connectivity in this area is so poor that I can barely make a phone call.
Η συνδεσιμότητα σε αυτήν την περιοχή είναι τόσο κακή που μπορώ μετά βίας να κάνω μια τηλεφωνική κλήση.
I had trouble with the Wi-Fi connectivity while working from home yesterday.
Είχα πρόβλημα με τη συνδεσιμότητα Wi-Fi ενώ δούλευα από το σπίτι χθες.
Λεξικό Δέντρο
connectivity
connect



























