LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Connate
/kənˈeɪt/
/kənˈeɪt/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "connate"
connate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of similar parts or organs; closely joined or united
adnate
02
related in nature
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
connarus guianensis
connarus
conn's syndrome
conn
conkers
connatural
connect
connect the dots
connected
connected speech
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App