Condensing
volume
British pronunciation/kəndˈɛnsɪŋ/
American pronunciation/kənˈdɛnsɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "condensing"

01

the act of increasing the density of something

word family

condense

condense

Verb

condensing

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store