Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Competence
01
ικανότητα, επάρκεια
the ability to perform tasks effectively and efficiently, demonstrating both physical and intellectual readiness
Παραδείγματα
His competence in handling financial matters ensured the company's stability during economic downturns.
Η ικανότητα του στην αντιμετώπιση οικονομικών θεμάτων εξασφάλισε τη σταθερότητα της εταιρείας κατά τις οικονομικές ύφεσεις.
The surgeon 's competence in delicate surgeries saved many lives over her career.
Η ικανότητα του χειρουργού σε ευαίσθητες επεμβάσεις έσωσε πολλές ζωές κατά τη διάρκεια της καριέρας της.
Λεξικό Δέντρο
competency
incompetence
competence
compete



























