Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
comparably
01
συγκριτικά, με συγκρίσιμο τρόπο
in a way that is similar or equivalent when compared to something else
Παραδείγματα
Her skills are comparably advanced compared to her peers.
Οι δεξιότητές της είναι συγκριτικά προηγμένες σε σύγκριση με τους συνομηλίκους της.
The new model is comparably more efficient than the previous one.
Το νέο μοντέλο είναι συγκριτικά πιο αποτελεσματικό από το προηγούμενο.
Λεξικό Δέντρο
incomparably
uncomparably
comparably
comparable
compare



























