LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Communicant
/kəmjˈuːnɪkənt/
/kəmjˈuːnɪkənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "communicant"
Communicant
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person entitled to receive Communion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
communicable disease
communicable
commune
communally
communalize
communicate
communicating artery
communication
communication channel
communication equipment
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App