common sense
co
ˈkɑ:
κα
mmon sense
mən sɛns
μαν σενσ
British pronunciation
/kˈɒmən sˈɛns/

Ορισμός και σημασία του "common sense"στα αγγλικά

01

κοινή λογική, σωστή κρίση

the ability to make sound judgments and think in a practical way
Wiki
example
Παραδείγματα
It is common sense to wear a seatbelt while driving for safety.
Είναι κοινή λογική να φοράτε ζώνη ασφαλείας ενώ οδηγείτε για ασφάλεια.
She used common sense when deciding how to budget her money.
Χρησιμοποίησε κοινή λογική όταν αποφάσισε πώς να προγραμματίσει τα χρήματά της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store