LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Common people
/kˈɒmən pˈiːpəl/
/kˈɑːmən pˈiːpəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "common people"
Common people
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
people in general (often used in the plural)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
common pea
common osier
common opossum
common nutcracker
common nuisance
common pitcher plant
common plantain
common plum
common pond-skater
common privet
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App