Commiserative
volume
British pronunciation/kəmˈɪsəɹətˌɪv/
American pronunciation/kəmˈɪsɚɹətˌɪv/

Ορισμός και Σημασία του "commiserative"

commiserative
01

feeling or expressing sympathy

word family

commiser

commiser

Verb

commiserate

Verb

commiserative

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store